-
1 διακοσιοστή
-
2 διακοσιοστῇ
-
3 διακοσιοστήι
-
4 διακοσιοστῆι
-
5 διᾱκόσιοι
διᾱκόσιοιGrammatical information: numeralDerivatives: διακοσιοστός `the twohundredth' (D. H.), ἡ διακοσιοστή name of a half procent tax im Ptol. Egypt (pap.); διακοσιάκις (Herod. Med.); - διακοσιάπρωτοι name of the highest class of taxpayers (Aphrodisias; after δεκά-πρωτοι); διακοσιοντά-χους `twohundredfold' (Str.; after ἑκατοντά-χους usw.), cf. διακοσιοντάκις (Alex. Aphr.).Origin: IE [Indo-European] [228] *dui-dḱmt- `twohundred'Etymology: Original form of the second member - κάτιοι, which became - κόσιοι with regular assibilation τ \> σ and analogical - ο- after - κοντα, - κοστός; διᾱ-, διη- for δι- (s. δίς) after τριᾱ-, τριη-κόσιοι etc. Details in Schwyzer 592f. Cf. εἴκοσι and ἑκατόν.Page in Frisk: 1,385Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διᾱκόσιοι
См. также в других словарях:
διακοσιοστῇ — διακοσιοστός two hundredth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακοσιοστῆι — διακοσιοστῇ , διακοσιοστός two hundredth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακοσιετηρίδα — η 1. συνεχής περίοδος διακοσίων ετών 2. συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από ένα γεγονός, διακοσιοστή επέτειος 3. γιορτή για τη διακοσιοστή επέτειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek